Γίνονται στην Ελλάδα παρόμοια πάρτυ σαν του Diddy
Γράφει: Ερευνητής - Αμυντικός Αναλυτής: Γ.Η
Δεν θα πω αν γίνονται ή όχι τέτοια πάρτυ στην Ελλάδα αλλά θα παραθέσω μια εμπειρία και ο αναγνώστης θα βγάλει από μόνος του τα συμπεράσματα.
Πριν χρόνια στο ξεκίνημα μου, στις πρώτες ημέρες μου στον χώρο της έρευνας, θυμάμαι ακόμα την πρώτη στιγμή που αποφάσισα να κάνω το βήμα και να αναλάβω υποθέσεις. Ήταν τότε στις αρχές τις καριέρας μου που τοποθέτησα μια μικρή αγγελία σε κάποια εφημερίδα και στο διαδίκτυο ψάχνοντας περιπτώσεις για διερεύνηση.
Οι μέρες περνούσαν και τα τηλέφωνα δεν χτυπούσαν μέχρι που ένα πρωινό ήρθε ένα τηλεφώνημα που με ξάφνιασε.
Από την άλλη άκρη της γραμμής μια σοβαρή φωνή συστήθηκε ως «Δρ......», μου είπε ότι ήταν επιστήμονας και συγκεκριμένα εγκληματολόγος - ψυχολόγος από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό. Ο τόνος του ήταν ήρεμος και ευγενικός αλλά τα λόγια του με έκαναν να αισθανθώ έναν ανεξήγητο σκεπτικισμό.
Μου πρότεινε να βρεθούμε από κοντά στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης λέγοντάς μου πως ήθελε να συζητήσουμε μια υπόθεση ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος που θα απαιτούσε ερευνητικές ικανότητες.
Συναντηθήκαμε το ίδιο απόγευμα. Ήταν ντυμένος κομψά, το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό και η στάση του προσεκτικά ανεπιτήδευτη σαν να προσπαθούσε να φανεί πιο απλός από ό,τι ήταν.
Πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας, ο Δρ.... όπως μου συστήθηκε μου ζήτησε να απενεργοποιήσω οτιδήποτε ηλεκτρονικό μέσο καταγραφής μπορεί να είχα πάνω μου. Του εξήγησα ότι δεν είχα τίποτα το εξεζητημένο, μόνο ένα απλό κινητό για επικοινωνίες.
Με κοίταξε για λίγες στιγμές σαν να προσπαθούσε να διακρίνει αν του έλεγα την αλήθεια. Ύστερα, με ένα σχεδόν ανεπαίσθητο χαμόγελο έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του.
Αυτό που έκανε στη συνέχεια με ξάφνιασε. Έβγαλε από την τσάντα του μια μικρή συσκευή που δεν είχα ξαναδεί έως τότε και την ενεργοποίησε με το πάτημα ενός κουμπιού. «Για σιγουριά», είπε με έναν ήρεμο και σχεδόν ψυχρό τόνο.
Ήταν μια συσκευή παρεμβολών, ένας εκλεκτός εξοπλισμός για κάποιον που ήθελε να εξασφαλίσει ότι τίποτα δεν θα καταγραφόταν, ακόμα κι αν είχα πει ψέματα και είχα κρυφά μαζί μου κάτι πιο προχωρημένο από το απλό κινητό, απλά δεν θα καταγραφόταν τίποτα παρα μόνο ένα βουητό.
Η κίνησή του με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι το θέμα που θα συζητούσαμε ήταν εξαιρετικά ευαίσθητο και πιθανόν επικίνδυνο. Είχα ήδη καταλάβει πως κάθε του κίνηση είχε σχεδιαστεί με ακρίβεια, σαν να μην άφηνε κανένα περιθώριο για λάθη. Αυτό για εμένα τότε δεν ήταν μια απλή συνάντηση.
Μία βασική λεπτομέρεια ήταν πως η συνάντηση επέλεξε να γίνει στο ρεστοράν ενός ακριβού ξενοδοχείο και τον τόπο συνάντησης μου τον είπε μισή ώρα πριν βρεθούμε.
Η συζήτησή μας περιορίστηκε σε γενικά θέματα και παρόλο που μου φάνηκε φιλικός δεν είχε αποκαλύψει κάτι συγκεκριμένο για την υπόθεση. Μου πρότεινε να ξαναβρεθούμε την επόμενη εβδομάδα όταν θα μπορούσε να μου δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Στη δεύτερη μας συνάντηση, ο Δρ.... έδειξε ένα διαφορετικό πρόσωπο. Το βλέμμα του είχε μια σοβαρότητα που δεν είχα δει την προηγούμενη φορά. Αφού διασφάλισε ότι κανείς δεν θα μας ενοχλούσε, ξεκίνησε να μιλά χαμηλόφωνα: Θέλουμε κάποιον να εισχωρήσει σε μια σειρά από ιδιωτικά πάρτι.
Αυτά τα πάρτι δεν είναι όπως τα συνηθισμένα. Εδώ γίνονται μεγάλες συμφωνίες, υπογράφονται συμβόλαια, κλείνονται επενδύσεις. Οι καλεσμένοι είναι επιχειρηματίες, πολιτικοί, επιστήμονες και όλο αυτό γίνεται με ένα ανεπίσημο πλαίσιο που κανείς δεν θα περίμενε. Όπου για να το πω απλά, ρέει το αλκοόλ, αλλά και άλλες πιο επικίνδυνες ουσίες.
Τον κοίταξα, προσπαθώντας να καταλάβω αν έλεγε αλήθεια. «Και γιατί χρειάζεστε εμένα;» ρώτησα.
Χαμογέλασε χωρίς χαρά. «Η ομάδα μας είναι ευρωπαϊκή. Χρειαζόμαστε κάποιον με διακριτική προσέγγιση, με αίσθηση του τι να παρατηρεί, αλλά κυρίως κάποιον που να είναι άγνωστος στους κύκλους αυτούς».
Τον κοίταξα με απορία και τόλμησα να τον ρωτήσω, «Γιατί εμένα; Είμαι άπειρος ακόμα σε αυτόν τον χώρο, στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί ικανοί ερευνητές με εμπειρία που θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν καλύτερα σε μια τέτοια αποστολή.
Ο Δρ... χαμογέλασε ελαφρά σαν να περίμενε την ερώτηση και μου απάντησε με μια σιγουριά που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης. «Ακριβώς επειδή είσαι άπειρος, ένας έμπειρος ερευνητής μπορεί να κουβαλά προκαταλήψεις, μεθόδους και δικλείδες ασφαλείας που δεν ταιριάζουν στις ανάγκες αυτής της αποστολής. Θέλουμε κάποιον που να μην είναι "σημαδεμένος" από τον χώρο και τους ανθρώπους του, που να μπορεί να εισχωρήσει σε αυτούς τους κύκλους σαν να είναι ένα νέο αθώο πρόσωπο. Κι εσύ είσαι ακριβώς αυτό».
Μου είπε: Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να γνωρίζουμε ποια πρόσωπα μπαίνουν σε αυτά τα πάρτι. Οι συμφωνίες που κλείνονται, οι άνθρωποι που παρευρίσκονται εκεί, αυτές είναι οι πληροφορίες που μας χρειάζονται. Όσο για το πώς θα βρεθείς κι εσύ εκεί ως καλεσμένος; αυτό άφησέ το σε εμάς. Είναι δική μας υπόθεση.
Η αυτοπεποίθησή του ήταν απόλυτη, σαν να είχε ήδη υπολογίσει κάθε λεπτομέρεια της αποστολής μου πριν ακόμα του δώσω την οριστική μου απάντηση. Ένιωθα ότι αν συμφωνούσα όλα τα πρακτικά ζητήματα είχαν ήδη διευθετηθεί, το μόνο που έλειπε ήταν η δική μου συγκατάθεση. Ήταν φανερό ότι δεν του έλειπαν οι διασυνδέσεις και οι δυνατότητες να ανοίξει πόρτες που σε άλλες συνθήκες θα παρέμεναν κλειστές για ερευνητές σαν εμένα.
Ήταν σαν να μου ζητούσε να γίνω μάρτυρας σε σκηνές από μια ζωή που δεν είχα καν φανταστεί ότι υπήρχε. Στα συγκεκριμένα πάρτι δεν ήταν μόνο το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Οι προσωπικότητες που παραβρίσκονταν εκεί έκλειναν συμφωνίες που θα επηρέαζαν τις ζωές αμέτρητων ανθρώπων, συχνά κρυφά και παράνομα.
«Και γίνονται εδώ, στην Ελλάδα αυτά τα πάρτι;» τον ρώτησα.
Έγνεψε αργά. «Η Ελλάδα είναι ένας από τους σταθμούς. Συμβαίνουν σε όλη την Ευρώπη, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν βρει έναν τρόπο να παραμένουν ανώνυμα και υπόγεια. Όμως, αν είσαι εκεί, αν παρατηρείς, μπορείς να διακρίνεις την αλήθεια.
Αλλά να θυμάσαι, αυτό που ζητάμε είναι επικίνδυνο και δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για λάθη ούτε για οπισθοχωρήσεις».
Από εκείνη τη στιγμή, ένιωσα την αδρεναλίνη να με κυριεύει. Δεν ήξερα αν μπορούσα να εμπιστευτώ τον άνθρωπο αυτόν ή τι ακριβώς με περίμενε αν αποδεχόμουν.
Κοιτάζοντας τον Δρ...., ένιωσα το βάρος της πρότασής του να με καταπλακώνει. Η αδρεναλίνη που αρχικά με είχε κυριεύσει υποχώρησε μπροστά στην ψυχρή λογική: ήμουν ακόμα άπειρος για κάτι τέτοιο.
Ήταν η πρώτη μου υπόθεση, η πρώτη μου εμπειρία με τον κόσμο της έρευνας και αυτό που μου ζητούσε ο Δρ... δεν ήταν απλά μια δουλειά, ήταν ένα ρίσκο που όπως το ένιωθα θα μπορούσε να με οδηγήσει σε μονοπάτια σκοτεινά και επικίνδυνα.
«Δρ....», του είπα, προσπαθώντας να κρατήσω τον τόνο μου σταθερό, «εκτιμώ την εμπιστοσύνη σας, αλλά δεν νομίζω ότι είμαι έτοιμος για κάτι τέτοιο. Χρειάζομαι εμπειρία, χρειάζομαι χρόνο για να προετοιμαστώ καλύτερα για τις απαιτήσεις μιας τέτοιας αποστολής».
Εκείνος με κοίταξε για λίγες στιγμές, το βλέμμα του αναλυτικό και διεισδυτικό. Φαινόταν να ζυγίζει την απόφασή μου και ένα αχνό, σχεδόν ανεπαίσθητο χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών του.
«Καταλαβαίνω», είπε τελικά, με έναν τόνο που δεν πρόδιδε αν ήταν απογοητευμένος ή απλώς επιφυλακτικός. «Η απόφασή σου είναι σοφή. Η εμπειρία είναι όντως σημαντική και ίσως όταν νιώσεις έτοιμος να ξαναβρεθούμε. Ωστόσο, η ευκαιρία αυτή μπορεί να μην περιμένει για πάντα».
Ο Δρ...., λίγο πριν τελειώσει την κουβέντα μας φρόντισε να μου αναφέρει την αμοιβή μου με έναν τρόπο που θα τραβούσε την προσοχή κάθε νέου ερευνητή. «Για κάθε αποστολή» είπε, «η αμοιβή σου θα είναι 20.000 ευρώ. Και αυτό είναι μόνο το βασικό ποσό, δεν συμπεριλαμβάνονται τα έξοδα μετακίνησης, διαμονής, ακόμα και τα απρόβλεπτα. Αυτά θα τα καλύπτει εξ ολοκλήρου η ομάδα μας».
Η καρδιά μου χτύπησε πιο γρήγορα καθώς άκουγα τα νούμερα να βγαίνουν από το στόμα του. Δεν είχα ξανακούσει τέτοια αμοιβή και σίγουρα όχι για κάποιον σαν εμένα που μόλις έκανε το ξεκίνημά του στον χώρο. Το βλέμμα του ήταν διαπεραστικό, μελετούσε κάθε αντίδρασή μου, ίσως προσπαθώντας να με δελεάσει, να με κάνει να δεχθώ άμεσα.
Παρά τη δελεαστική αμοιβή ήξερα ότι τα χρήματα δεν ήταν αυτό που έψαχνα. Η πρόταση είχε πολλές σκιές και παρόλο που ήταν ικανή να με εξασφαλίσει οικονομικά, το ένστικτό μου έλεγε ότι τέτοιοι αριθμοί δεν προσφέρονταν χωρίς αντίτιμο. Ένιωθα την πρόκληση αλλά και το βάρος των απαιτήσεων που θα ερχόταν μαζί της.
Αποχαιρετιστήκαμε με μια χειραψία και καθώς τον έβλεπα να απομακρύνεται, ένιωσα έναν παράξενο συνδυασμό ανακούφισης και ανικανοποίητου. Είχα προστατέψει τον εαυτό μου από κάτι που ίσως να με ξεπερνούσε, αλλά μια αίσθηση χαμένης ευκαιρίας έμεινε να με τριβελίζει.
Έφυγα εκείνο το βράδυ με το μυαλό μου γεμάτο σκέψεις και με ένα αίσθημα ότι κάτι σκοτεινό είχε μόλις περάσει από μπροστά μου. Ήξερα ότι ο δρόμος του ερευνητή θα μπορούσε να είναι γεμάτος παρόμοιες προκλήσεις και πως θα χρειαζόταν να είμαι πάντα προσεκτικός, ανεξάρτητα από το πόσο δελεαστική έμοιαζε μια ευκαιρία.
Κάπως έτσι, λοιπόν, η πρώτη μου υπόθεση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η εμπειρία όμως αυτή, η ανάμνηση εκείνης της συνάντησης έμεινε βαθιά χαραγμένη μέσα μου, θυμίζοντάς μου ότι στον κόσμο της έρευνας χρειάζεται όχι μόνο τόλμη αλλά και διάκριση.
Κάποιες πόρτες δεν πρέπει να ανοίγουν πριν την κατάλληλη στιγμή.
Μοιράσου το με τους φίλους σου